- υπερχρωμία
- η, Νιατρ.1. παρουσία αυξημένης ποσότητας χρωστικής σε έναν ιστό ή σε ένα όργανο και ειδικότερα στο δέρμα2. παρουσία αυξημένης ποσότητας αιμοσφαιρίνης στα ερυθρά αιμοσφαίρια.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperchromia < υπερ-* + χρώμα].
Dictionary of Greek. 2013.