υπερχρωμία

υπερχρωμία
η, Ν
ιατρ.
1. παρουσία αυξημένης ποσότητας χρωστικής σε έναν ιστό ή σε ένα όργανο και ειδικότερα στο δέρμα
2. παρουσία αυξημένης ποσότητας αιμοσφαιρίνης στα ερυθρά αιμοσφαίρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperchromia < υπερ-* + χρώμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υπέρχρωση — η, Ν ιατρ. υπερχρωμία …   Dictionary of Greek

  • επινεφρίδια — Ενδοκρινείς αδένες των σπονδυλωτών. Ο άνθρωπος και τα άλλα θηλαστικά φέρουν δύο ε., από ένα, σαν κάλυμμα, στον πάνω πόλο κάθε νεφρού. Πρόκειται για αδένες σχετικά μικρούς σε όγκο, που το συνολικό τους βάρος κυμαίνεται στον άνθρωπο από 8 έως 10 γρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”